- καλοσύνη
- και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη)1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη»)νεοελλ.1. αγάπη, έλεος, ευσπλαχνία2. εξυπηρέτηση, καλό3. ανακωχή, φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις4. καλά λόγια, φιλοφροσύνες5. καλή ποιότητα6. φρ. «έχετε την καλοσύνη» — σάς παρακαλώ..., μπορείτε να...7. παροιμ. «ας λείψει η καλοσύνη του, μπροστά στα βάσανά του» — δεν πρέπει να επιδιώκει κάποιος αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας είναι και ωφέλιμαμσν.1. καλυτέρευση, συμμόρφωση2. ευτυχία3. ευημερία4. καλή ποιότητα («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός + -σύνη (πρβλ. κακοσύνη, μεγαλο-σύνη). Ο τ. καλωσύνη ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -ωσύνη (πρβλ. ιερωσύνη), τών οποίων το -ω- οφείλεται στον νόμο τής ρυθμικής εκτάσεως].
Dictionary of Greek. 2013.